μασκαρεύω

μασκαρεύω
μασκάρεψα, μασκαρεύτηκα, μασκαρεμένος
1. μεταμφιέζω κάποιον σε μασκαρά.
2. μτφ., γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ρεζιλεύω: Τον μασκάρεψε μπροστά σε όλους τους συγγενείς.
3. το μέσ., μασκαρεύομαι γίνομαι μασκαράς (κυριολ. και μτφ.): Στα Καρναβάλια μασκαρευτήκαμε και δε μας γνώρισε κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασκαρεύω — μασκαρεύω, μασκάρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μασκαρεύω — και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)] 1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω 2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω 3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι α) ατιμάζομαι β) αστειεύομαι, περιπαίζω …   Dictionary of Greek

  • αμασκάρευτος — η, ο [μασκαρεύω] 1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε 2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος …   Dictionary of Greek

  • μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • ξεμασκαρεύω — αποκαλύπτω τους κρυφούς σκοπούς κάποιου ή την υποκρισία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκαρεύω] …   Dictionary of Greek

  • μεταμφιέζω — μεταμφίεσα, μεταμφιέστηκα, μεταμφιεσμένος, αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκαρεύω: Ο δραπέτης μεταμφιέστηκε σε γυναίκα για να ξεγελάσει την αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”