- μασκαρεύω
- μασκάρεψα, μασκαρεύτηκα, μασκαρεμένος1. μεταμφιέζω κάποιον σε μασκαρά.2. μτφ., γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ρεζιλεύω: Τον μασκάρεψε μπροστά σε όλους τους συγγενείς.3. το μέσ., μασκαρεύομαι γίνομαι μασκαράς (κυριολ. και μτφ.): Στα Καρναβάλια μασκαρευτήκαμε και δε μας γνώρισε κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.